Μια αναφορά στην Απάνω Μελιγού, από τον Νικόλαο Μ. Μερκουριάδη

Σάβ, 27/11/2021 - 08:41
Image

Ο Νικόλαος Μενελάου Μερκουριάδης υπήρξε μια εξέχουσα φυσιογνωμία για ολόκληρη την Κυνουρία, την οποία υπεραγάπησε, αλλά ιδιαίτερα για το Άστρος και τον Αγιάννη, την ιδιαίτερη πατρίδα του. Φανατικός πατριώτης, μορφωμένος όσο λίγοι, με αιχμηρή γραφίδα και ακάματος στην διεκδίκηση της προόδου αλλά, και όχι λιγότερο, στη διαφύλαξη των παραδόσεων και της ιστορίας του τόπου μας. Διέπρεψε ως δικηγόρος στις δικαστικές αίθουσες των Αθηνών κατά το πρώτο ήμισυ του 20ου αιώνα, χωρίς όμως το λειτούργημα του να κάμψει τον νυχθημερόν μόχθο του για την φροντίδα και προβολή μέχρι πάθους της αγαπημένης του Κυνουριακής Γης. Ο μόχθος του, όσος έχει διασωθεί, βρίσκεται δημοσιευμένος στα έντυπα της εποχής, όπου κι εγώ τον ανακάλυψα. Εννοώ τις εφημερίδες «Κυνουρία» και «Κυνουριακόν Βήμα» της προπολεμικής περιόδου. Λίγα βιογραφικά του γνωρίζω, δυστυχώς τον έμαθα αργά. Κάνω έκκληση στους Θυρεάτες και λοιπούς διανοούμενους να «ανοίξουν τα πουγκάκια τους τα κατακλειδωμένα» ώστε να γνωρίσουμε και να απολαύσουμε αυτόν τον πυρέσσοντα από τον θυρεατικό ιό άνδρα.

Ο Μερκουριάδης έγραψε, μεταξύ άλλων, ένα θαυμάσιο οδοιπορικό, το οποίο δημοσίευσε στην εφημερίδα «Κυνουρία» από 15-10-1928 έως 01-01-1929 με το γενικό τίτλο ΑΓΙΑΝΝΗΣ – ΜΩΡΑΓΙΑΝΝΗΣ (ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΑ, ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑ). Μολονότι πρόκειται για λογοτέχνημα λυρικής περιγραφής προσώπων και τόπων με πυρήνα τον Αγιάννη, ολόκληρο είναι μια αληθινή αποτύπωση του χαρακτήρα του συμπλέγματος «Παραλία-Άστρος-Μελιγού-Αγιάννης», και αποτελεί ιστορικό τεκμήριο ανθρώπινου και φυσικού περιβάλλοντος .

Το απόσπασμα που παρουσιάζουμε περιγράφει το πέρασμά του από την Απάνω Μελιγού στη διαδρομή με προορισμό τον Αγιάννη. Κατά τη γνώμη μου είναι η αυθεντικότερη και απολαυστικότερη περιγραφή του χαρακτήρα της Μελιγούς των αρχών του περασμένου αιώνα και καλό είναι να διαβαστεί από κάθε ένα που έχει αναφορά σε γενέθλια γη.

Γράφει λοιπόν:

««Τα αλεκτροπόδια, η Πούλια, και το άστρο της αυγής, ήταν πολύ ψηλά, όταν το χαλάσαμεν και ξεκινήσαμεν πεζοπορούντες στη δημοσιά, αν και ο αγωγιάτης μας ήθελε να πάμε από πάνω από το «Μπρουσό» και τον παληό το δρόμο, για πειό σύντομα.

Καβάλησε τώρα τη μούλα ο αγωγιάτης μας δια να μη πηγαίνη άδεια και εμείς προχωρούσαμε πεζεί.

Και να σου ο αγωγιάτης μας άρχισε να τραγουδά βραστά-βραστά και παραπονεμένα!

Πιάνουν ν’ ανθίσουν τα κλαδιά

μα ο πάγος δεν ταφήνει

πιάνω και γω, βλάχα, να σ’ αρνηθώ

μα ο πόνος δεν μ’ αφήνει.

Το χέρι σου, βλάχα το παχουλό

με το φαρδύ μανίκι........

και με το τραγούδι του, μέσα στη νύχτα και την ερημιά, εγιόμιζε μ’ ένα τέτοιο αντίλαλο τις ρεματιές, τα ρουμάνια και τις λαγκαδιές, πού περνούσαμε, ώστε μαζύ με την μυρουδιά του θυμαριού, της θρούμπης και του σχοίνου, που μας χάϊδευαν απαλά με την δροσιά της αυγούλας, μας άγγιζεν στην καρδιά.

Ο αγωγιάτης μας, βέρο Βλαχαγιαννητόπουλο, έννοιωσε την συγκίνησή μας, και σε κάθε στίχο του τραγουδιού, εύρισκε τσακίσματα για τον πόνο της ξενητιάς και τη λαχτάρα της πατρίδος, από κείνα πού τόσα έχει η λαϊκή ποίηση.

Τα έρημα τα ξένα

ν’ αστράψη να καούν

πώχουν το κορμί μου

και μου το τυραννούν.

Δεν γνωρίζομεν όμως τί πειό πολύ τυραννούν τα ξένα, το κορμί ή την ψυχή του νοσταλγού;

Με το τραγούδι περάσαμε «τη μεγάλη βόλτα», τη βρύση «Σαββανά», είδαμε γκρεμισμένο το καλυβάκι του Μπαλάσκα και άσπαρτο το περιβολάκι πούχε στην αυλή του, βουτήξαμε και πάλι το μούτρο μας σ’ τη βρύση, πούναι τώρα μαρμαρένια, πειό μεγάλη και πειό χαμηλά τοποθετημένη, (έργον Γεωργικού Συλλόγου Άστρους), ήπιαμε νερό και προχωρώντας, φθάσαμε σ’ τη «Μπάλα», όπου εύρομεν κτισμένον προσκύνημα της Αγίας Τριάδος, εκεί που χωρίζει ο δρόμος διά τον Πλάτανον.

Άρχισε να χαράζη και βλέπαμε, κάτω τη θάλασσα σαν λάδι βαθύ πράσινο, τις Σπέτσες, την Υψηλή, το Τολό, το Παλαμήδι του Αναπλιού, το «Παληόχανο», τον «Ατσίγκανο», τον ελαιώνα και τον Τάνο να διασχίζει σαν μεγάλο φείδι την πεδιάδα. Το Παράλιον και την Μελιγούν με το Άστρος σαν να ήσαν μία πόλις, σαν ώμορφο πανόραμα.

Τραβήξαμε λίγο πειό πέρα σ’ το διάσελο της Μπάλας, και νάσου, άξαφνα, εμπρός μας η Απάνω Μελιγού, και λίγο πειό πίσω ο Αγιάννης με τα φώτα των λιχναριών των αναμένα ακόμη.

Ήταν πειό ενωρίς από κείνη την ώρα που βρέθη ο τραγουδιστής – εραστής της καϋμένης Αναστασιάς, όταν της έλεγε:

Ξύπνα, καϋμένη Αναστασιά

ξύπνα, καϋμένη χήρα.

Ξύπνα κι άναψε τη φωτιά

και σβύσε τολιχνάρι,

γιατί μας πήρε η χαραυγή,

το δόλιο μεσημέρι,

που πάν ταρνάκια στη βοσκή

κι οι όμορφες στη βρύση.

κι’ έτσι διεκρίναμεν τα σπίτια των χωριών μας αυτών βυθισμένα μέσα σένα βαθυπράσινο πλαίσιον, πούταν τα δένδρα και τα κλαριά των πέριξ τοπίων, που μας φάνησαν πειό μεγάλα και πειό θαλερά από άλλοτε.

Στο διάσελο της Μπάλας κάναμε συμβούλιο με τον αγωγιάτη μας , αν πρέπει να περάσωμεν από μέσα από την Μελιγού, πέρνοντες τον κάτω δρομάκο, ή απ’ έξω, εξακολουθούντες την δημοσιά.

Εμείς ηθέλαμε να πάμε από πάνω και απ’ έξω από τη Μελιγού, για συγουριά, αλλά έλα που μας έφαγε κάποιος Μελιγίτης, παληόφιλος να περάσωμεν από μέσα από την Μελιγού, όταν του είπαμε εις την Αθήνα ότι θα πάμε εις τον Αγιάννη;

Ημπορεί κανείς να χαλάση τα παπούτσια του και να σπάση τα πόδια του ακολουθώντας την νύκτα τον δρομάκον αυτόν από την Μπάλα προς Μελιγούν, αλλ’ ημείς δεν ημπορούσαμε να χαλάσωμεν το χατήρι του παληόφιλου, ούτε να θίξωμεν το Μελιγιώτικο φιλότιμο, - αμάν για το Θεό – και έτσι θέλοντας και μη θα περάσωμεν από μέσα από την Απάνω Μελιγού, την Μελιγούπολιν, όπως την θέλουν οι Μελιγίται.

Ροβολάμε λοιπόν από τη δημοσιά προς τον κάτω δρομάκο, περνάμε από τη «βρύση του Σκαρπάθιου», πούκαμαν οι Καρπάθιοι κτίσται όταν έκτιζαν τας εκεί γεφύρας της δημοσιάς, αδρασκελάμε το εκεί ρεύμα, ακολουθούμεν το ισωματάκι που ακολουθεί ο δρομάκος, κατηφορίζομε στα Λαλογιαννέϊκα και Καζακέϊκα αμπέλια, με τα άσπρα σκιάχτρα πώχουν στήσει με πέτρες ασβεστωμένες δια να μη πατάνε αλεπουδερά και τρώνε τα σταφύλια, και φθάνομε στη βρύση του «Κρεμαστού», με τις αγλαντινιές και τα σφενδάμια του από πάνω και τις συκιές και τάλλα του εκεί δένδρα από κάτω.

Και ήταν καιρός να περάσωμεν από βρύση διότι με το άργασμα που κάναμε με τα σιταρένια παξιμάδια, τις τουλουμοεληές και τα σκόρδα εις το «Ελληνικό», μας έπιασε σκορδοκαΰλα, δι’ αυτό αμέσως εβουτήξαμε την μούρη μας σ’ τη βρύση δια τα περαιτέρω.

Δροσισθέντες, προχωρούμεν προς τα Καζακέϊκα αλώνια και περνάμε το ρεύμα του Λιαβούρκου.

Στα μέρη αυτά ο αγωγιάτης μας μας εφιστά την προσοχήν, και με χαρά μας βλέπομεν όλες τις γύρω γκορτσιές (αγραπηδιές) κεντρισμένες αχλαδιές και ‘κει κοντά ‘σ το ρεύμα διάφορα αρδευτικά έργα.

Ρωτούμε και μανθάνομεν ότι ταύτα είναι έργα και προσπάθειαι του προοδευτικού και πολυτεχνίτου Μελιγίτου κ. Ψαρόγιαννη, ο οποίος πολλά έχει να επιδείξει τοιαύτα έργα, και το σπουδαιότερον ότι μόνος και εις προχωρημένην πολύ ηλικίαν έμαθε γράμματα.

Εύγε λοιπόν του Μελιγιώτου κ. Ψαρόγιαννη, και είθε να τον μιμηθούν και άλλοι Μελιγίται εις τας προσπαθείας του περί αυξήσεως της γεωργικής παραγωγής, και τας άλλας φιλοπροόδους τάσεις του, επ’ αγαθώ αυτών και της πατρίδος.

Προχωρούμεν προς τον κλεινόν και ένδοξον της Μελιγούς «Λιαβούρκον», με τα νερά τα κρύα, τα περιβόλια, τις συκιές, τις βυσινιές, τα ψηλά του δένδρα και την πλατάναν του, όλα καταπράσινα και βαθύσκια.

Αντικρύζομεν την καμάραν του, και ακούμε το κελάρισμα του νερού του, εις το οποίον και τώρα όπως άλλωτε,

«έρχονται ξανθιές και πλένουν

μαυρομάτες και λευκαίνουν»

και με τον κόπανόν των, κάνουν τους γύρω λόγγους ν’ αντιλαλούν με το κτύπημά του απάνω σ’ τα πανιά του αργαλιού, που κατόπιν χιονάτα ταπλώνουν ‘σ τα γύρω κλαριά.

Ανηφορίζομεν προς την Μελιγούν και μπαίνομε σ’ τα σπίτια. Από πάνω τα Αγριογιαννέϊκα και από κάτω του μπάρμπα Σαράντου, με το αμπέλι του και το μελισσομάνδρι του με τα πολλά άλλοτε μελίσσια, αλλά στο σούρουπο δεν διακρίνομεν τα μελισσοκόφινα. Πειό πέρα αγναντεύουμε τα σπίτια του δάσκαλου του Ελευθερίου, του γερω Σίμου, της Κακαρέλενας και τάλλα προς τα κάτω σπίτια, με τα χαγιάτια τους και τις ξυλοκρεβάτες τους, εις τας οποίας μακαρίως εκοιμώντο πολλοί, και βαδίζομεν απορροφημένοι από μυρίας αναμνήσεις και σκέψεις επί προσώπων και πραγμάτων.

Είχαμε φθάσει εις του Ψαρόγιαννη το σπίτι ίσως (δεν ενθυμούμεθα ακριβώς) και περνούσαμε από πάνω του. Στην αυλήν του λίγα πρόβατα, αναχάραζαν. Κοντά τους ‘σ τη μουργιά ήταν δεμένο το μουλάρι, και ο νοικοκύρης, με την φαμίλια του κοιμώνταν στην κρεβάτα. Πειό πέρα ο φούρνος του σπιτιού.

Απελαμβάνομεν την σκηνήν αυτήν, όταν ένα μανδρόσκυλο, πούταν χωμένο ‘σ το φούρνο και ρήμαζε τα παξιμάδια κάποιας χριστιανής, ‘σ τον άρβαλο της μούλας μας, ξεπετιέται άξαφνα από το φούρνο με ορμή, ρίχνει το σιδερένιο κάλυμμα πούταν ‘σ το «στόμα» του φούρνου, και χύνεται κατά πάνω μας με γαυγίσματα.

Ήταν τόσον ο θόρυβος πώκανε το κάλυμμα του φούρνου σαν έπεσε και ροβόλαγε προς την κατηφοριά και οι κραυγές του σκύλου, ώστε η μούλα πούταν δεμένη στη μουργιά, ξαφνίστηκε, έκοψε το καπίστρι και έτρεχε επαυξάνουσα τον θόρυβον με το μεγάλο της κουδούνι που κρεμώταν ‘σ το λαιμό της, τα πρόβατα π’ αναχάραζαν ξαπλωμένα στην αυλήν, επρόγγηξαν και ‘σκόρισαν δώθε-κείθε μπελάζοντα, και τα σκυλιά της γειτονιάς, άρχισαν μια εξωφρενική σκυλοβάρα. Όλα αυτά ανεστάτωσαν τη γειτονιά και ξύπνησαν τον νοικοκύρην με την φαμίλια του, η οποία έτρεξε, άλλος να πιάση τα ζωντανά και άλλος την «μούργα» μη μας ξεσχίση. Και έτσι είχαμε ζωντανό κείνο που λέει το τραγούδι της Γεωργούλας της Μαντώς, που τραγουδούσαν οι ποιμένες μας άλλοτε, και δεν γνωρίζομεν αν το τραγουδούν και τώρα:

Τα πρόβατα προγγήξανε

και τα σκυλιά αλυχτάνε,

για ΄βγα, Γιωργούλα της Μαντώς,

να ιδής και ν’ αγναντέψης

ποιόνε γαυγίζουν τα σκυλιά

και ποιόνε αλυχτάνε.

Βγαίνει η Γιωργούλα για να ιδή,

να ‘δη και ν’ αγναντέψη.

Βλέπει δυό κλέφτες κι’ έρχονται,

δυό λεροφορεμένους,

κι’ από μακρυά τη χαιρετούν

κι’ από κοντά της λένε.....

Είναι αλήθεια πως μ’ αυτά εξαφνιστήκαμε και προς στιγμήν τα εχρειάσθημεν από τον φόβον των φιλοφρονήσεων της «μούργας», αλλά όλα ήσαν βουνό, στάνη, αγροτική ζωή, πατρίδα και μας αφήκαν ενθουσιασμένους.

Προχωρούμε προς του Γεωργά και του μπάρμπα Γιαννούλη του Σακελλάρη το σπήτι κι’ αγναντεύομε προς τα κάτω την «Παναγία» με τις βρύσες της, τα πλατάνια της, και τα καταπράσινα περιβόλια της Μελιγούς, το παλιό σχολείο, τις καρυδιές του Τζαβέλα και του Γιάννου, όπου ξελημεριάζαμε, όταν, παιδόπουλο, μας εφιλοξένουν οι Μελιγίται μακαντάσιδες και μας εγύριζαν στις συκιές και τις καρυδιές τους κάτω κει ‘σ το «Κοντάρι» και την περιβόητον «Μεγάλην Καρέαν» προς λαφυραγωγίαν φαγουλέρικων, τα οποία συγκεντρώναμεν εις τις καρυδιές αυτές και ξεκοκκαλίζαμεν αρειμανίως.

Η ως άνω εκκλησία της Παναγίας είναι μία από τας αρχαιοτάτας της περιφερείας, ανακαινισθείσα εσχάτως, προ δεκάδος ετών ίσως. Εντός εύρηται εικών της Παναγίας αρχαιοτάτης και έργον εξόχου τέχνης και οι Μελιγίται πρέπει πολύ να προσέχουν την ασφάλειαν αυτής, και μη γελασθούν και την δώσουν σε κανένα προς καθαρισμόν ή επισκευήν μήπως την καταστρέψουν.

Αλλά και τα περιβόλια της απάνω Μελιγούς είναι από τα ωμορφότερα της περιφερείας και εκεί από το πρωί έως το βράδυ εργάζονται οι Μελιγίται, και εκεί πλέκονται τα περισσότερα ειδύλια με τους Λεβέντες της Μελιγούς και τις Μελιγιώτισσες, τις Μελιγιωτοπούλες, - που τις ακούει κανείς να τραγουδούν:

Μάνα, στα περιβόλια μας

και στις χαμωμηλιές μας,

εκεί καθώμουν κι’ έρραβα

και κένταγα μαντήλι.

Εκεί περάσαν τρεις αητοί,

και τρεις καλοί λεβέντες:

Ένας με μήλο με βαρεί,

κι’ άλλος με πορτοκάλι

κι’ ο τρίτος ο καλλίτερος

μ’ ολόχρυσο γαϊτάνι.

Μάνα, το μήλο τώφαγα,

το πορτοκάλι τώχω.

Μάνα, το χρυσογάϊτανο

τώβαλα ‘σ το κεφάλι.

χωμένες μέσα στα βαθύσκια περιβόλια, τα κατάσπαρτα από κάθε είδος χλωρασιάς και ιδίως από αραποσίτια και φασουλιές, που τόσον ευδοκιμούν εκεί.

Μπαίνουμε στην αγορά, χαράματα.

Ούτε του μπάρμπα Γιαννούλη του Σακελλάρη το μαγαζί, ούτε του Ιω. Λαμπρινού λειτουργούν πλέον, και το γέρω Σίμο αντικατέστησεν ο γαμβρός του Τζιβελόπουλος, στο ίδιο μαγαζί του, στο Σαλαμανέϊκο. Ο λεβεντάνθρωπος, ο πάντοτε γλυκομίλητος και διαχητικός Πέτρος Ανέτης δεν υπάρχει.

Τώρα δύο μόνον μαγαζιά λειτουργούν του Γεωργίου Τζιβελοπούλου και του Φωτίου Τσούμα και κάπου-κάπου, κει στο Καραγκουνέϊκο, του Χαρή του Ράλλιου.

Καθήμεθα λίγο ‘ σ τη θέση αυτή και κυττάμε όλα γύρω. Όλα είναι όπως ταφήκαμε προ ετών, μόνον οι άνθρωποι που αφήκαμεν λείπουν.

Συγκεντρούμεν τας αναμνήσεις μας, και αναγνωρίζομεν κατά πάνω τα σπίτια του Κεφαλόπουλου, του Μανώλου, του Παππαλαμπρινού, τ’ Αγριογιαννέϊκα και Ραλλέϊκα, κι’ από κάτω του Παππακοδελίδη και το Ασκερέϊκο με το πλατύ χαγιάτι.

Θυμούμεθα το γέρω Σίμο, το μπάρμπα Λεωνίδα τον Γιωργά με τις βράκες του, τον Αντωνέλην, τον Κωνσταντίνον, τον Παππακοδελίδην, τον Μανώλον, τον Μαγδατηλήν τον πάντοτε με το πουκάμισο και πεντακάθαρο, και το γέρω Ούγγρο, τον Γολιάθ αυτόν της Μελιγούς, με τις βράκες του και την χονδρή μαγκούρα του, που δεν υπάρχουν πλέον, αλλά τότε έδιναν κάποιον ιδιαίτερον τόνον ‘σ τη Μελιγού, και τα τόσα άλλα παιδόπουλα τότε και φιλαράκους παιδικούς, που τράβηξεν η Αμερική, και τους έκανε να ξεχάσουν την πατρίδα, τα άγια χώματά της, και κάτι παιδικούς καϋμούς, σαν εκείνους πούχε αυτός πώπεζε κλαρίνο τότε, και τραγουδούσε:

«Καλά ‘κανα π’ αγάπησα κοντά στη γειτονιά μου,

έχω τον ύπνο διάφορο και το φιλί κοντά μου.»

Τους θυμάται, άραγε, καμμιά φορά, ή χωμένος ‘σ τις «μπίζινες» ξέχασε όλα κι’ αυτούς;

Φεύγοντας από την Μελιγού, θάταν παράλειψις, αν δεν λέγαμε δύο λόγια δια τα κρασιά της. Είναι από τα καλλίτερα όχι των μερών μας απλώς, αλλά της Ελλάδος όλης.

Ο μακαρίτης καθηγητής του Πανεπιστημίου Χρηστομάνος, τα εθεώρει ως τα πρώτα κρασιά της Ελλάδος, δια την φυσικότητά των και την ευωδίαν των. Ήτο δ’ ο μακαρίτης αυτός αυθεντία ως επιστήμων και λειχουδιάρης.

Δεν γνωρίζομεν όμως αν οι σημερινοί Μελιγίται κατώρθωσαν να διατηρήσουν την φήμην των κρασιών των, και προχωρούμεν να φύγωμεν.

Περνάμε από το στενό που σχηματίζεται κει κοντά ‘σ του Κοδελίδη και Λαλαντώνη τα σπίτια, τα Μερμιγκέϊκα, τα Σακέϊκα και του Αντωνέλη, που «δεν ανατέλλει πλέον και δεν ακτινοβολεί», φθάνουμε ‘σ τα αλώνια, μας ξαφνίζει το γκάρισμα κάποιου εκεί βόσκοντος γαϊδάρου και πέρνομεν το δρομάκο προς τη δημοσιά, την οποίαν φθάνομε και ακολουθούμε.

Από πάνω μας υψούται η Μελιγγαριά, διαμορφωθείσα εις ωραίον δύσβατον δάσος από πρινάρια και σφενδάμια, που τώρα έχουν γίνει δένδρα.

Φθάνουμε στο «Πλατανάκι» με το νεράκι του, που χύνεται και ‘σ το δρόμο, από πάνω μας αντικρύζουμε το «Σπαθοκομένο» και κάτω κει στη ρεματιά τη «Μουρίτσα» και προχωρούμε προς του «Λαϊνά τη Ράχη»....»»

 

Σχόλια επισκεπτών

Προσθήκη νέου σχολίου

Plain text

  • Δεν επιτρέπονται ετικέτες HTML.
  • Αυτόματες αλλαγές γραμμών και παραγράφων.
  • Οι διευθύνσεις ιστοσελίδων και οι διευθύνσεις email μετετρέπονται σε συνδέσμους αυτόματα.
katafigio