Αγροδιατροφικός τομέας: ανθεκτικότητα και συνέργειες.

Παρ, 25/06/2021 - 09:38
Image

Προοίμιον

«Καθώς οι έξυπνες ελπίδες μιας ευτελούς κι ανέντιμης δεκαετίας σβήνουν» το ιδεολόγημα-πομφόλυγα της παγκοσμιοποίησης, εξαχνώθηκε. Η χρηματοπιστωτική κατάρρευση (2008), οι προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές, η κλιματική αλλαγή και η πρόσφατη υγειονομική κρίση (2019), κατεδάφισαν και κονιορτοποίησαν τη φενάκη για έναν κόσμο περισσότερο ασφαλή, με ανοικτά σύνορα και κοινωνίες ευημερούσες. Κλονίστηκαν σταθερές και ήδη ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται, ως ο αιώνας της ανασφάλειας και της αβεβαιότητας. Οι πολιτικές ηγεσίες αμήχανες, ανήμπορες και άπορες, ως αντιστύλι και ανάχωμα, ανέσυραν από τα διεπιστημονικά διαζώματα την «ανθεκτικότητα». Μια θεωρητική κατασκευή-επινόηση ασαφή.

Αλλά, πριν ανατάμουμε και προσπελάσουμε ένα θέμα, όπως εύστοχα σημειώνει, ο σπουδαίος Σταγειρίτης Αριστοτέλης, ωφέλιμο είναι «να επισκεφτούμε τα ονόματα»-ορισμούς.

Με τον όρο αγροδιατροφικός τομέας, αναφερόμαστε στην παραγωγή, την μεταποίηση, τη διακίνηση και την παροχή βρωσίμων αγροτικών προϊόντων. Η Αγροτοδιατροφική Επιχειρηματικότητα, σύμφωνα με τον ορισμό του FAO (Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων), περιλαμβάνει  τις συλλογικές επιχειρηματικές δραστηριότητες που σπονδυλώνονται:

από την «Φάρμα μέχρι το τραπέζι» ή από το αγρόκτημα στο πιρούνι.         

Η ανθεκτικότητα μεταγράφεται στο σύμπαν της ελληνικής, από τον αγγλικό όρο «Resilience» ρίζα του οποίου είναι το λατινικό ρήμα «resilio», που σημαίνει ανακάμπτω. Η χρήση του όρου απαντάται σε αρκετούς επιστημονικούς κλάδους όπως στην οικολογία, την ψυχολογία, την οικονομία, την γεωγραφία, τις πολιτικές επιστήμες, κ.α. Ο Holling (1996), όρισε «ως ανθεκτικότητα τη δυνατότητα των υποσυνόλων ενός συστήματος, να διατηρούν τη δομή και λειτουργία τους σε υφιστάμενες διαταραχές, καθώς επίσης και την ικανότητα του συστήματος, να αναδιοργανώνεται προσαρμοζόμενο στις νέες συνθήκες». Δηλαδή απλουστευμένα, ως ανθεκτικά χαρακτηρίζονται  τα συστήματα που είναι ευέλικτα στην αντιμετώπιση των διάφορων αλλαγών.

 

Αγροδιατροφικός τομέας και πανδημία

Στην μετά-COVID-19 εποχή, η Ε.Ε αντιλαμβανόμενη τις επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην οικονομία και την κοινωνία, ανακοίνωσε την εφαρμογή ενός νέου μηχανισμού στήριξης, τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (Next GenerationEU). Στόχος του είναι, η αντιμετώπιση έκτακτων και απρόβλεπτων κρίσεων που απορρέουν από την κλιματική αλλαγή, την εμφάνιση κινδύνων υγειονομικής φύσεως, τις γεωπολιτικές  μεταβολές καθώς  και των  προβλημάτων που αναδύονται  από την τεχνολογική εξέλιξη.  

Η ανθεκτικότητα που επέδειξε ο αγροδιατροφικός τομέας στα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ μετά το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19, είναι αξιοσημείωτη, σε σύγκριση με άλλους τομείς, οι οποίοι επλήγησαν βαρύτερα. Για να διασφαλιστεί η λειτουργία μιας αποτελεσματικής αλυσίδας και η παροχή ασφαλών και υψηλής ποιότητας τροφίμων για τους ευρωπαίους πολίτες, η ΕΕ οφείλει να αναδείξει την κομβική σημασία του αγροδιατροφικού τομέα, θέτοντάς τον σε προτεραιότητα και προβαίνοντας στην ενίσχυση και τη διαρθρωτική θωράκισή του.

Σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Οργάνωσης Τροφίμων και Γεωργίας(Food and Agriculture Organization, FAO), τα αποθέματα σε βασικά τρόφιμα σε παγκόσμιο επίπεδο κρίθηκαν ικανοποιητικά για το 2020. Η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα αποτιμάται ότι προσαρμόστηκε επιτυχώς στις νέες ανατρεπτικές συνθήκες της πανδημίας, εξασφαλίζοντας, τον αναγκαίο  εφοδιασμό σε τρόφιμα. Ωστόσο, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ίδιας οργάνωσης, η πανδημία ενδέχεται να αυξήσει τα ποσοστά του παγκόσμιου πληθυσμού που βιώνει συνθήκες υποσιτισμού. Ανάλογα με τον εκθέτη της παγκόσμιας ύφεσης, προβλέπεται ότι μπορεί να πληγούν 83 έως 132 εκατομμύρια άνθρωποι. Η εξέλιξη της πανδημίας σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο είναι δυνατόν να επηρεάσει σημαντικά την εφοδιαστική αλυσίδα τροφίμων, επιτείνοντας τις ανισότητες στην πρόσβαση τους. Πρόσφατες μελέτες εκτιμούν ότι η παρούσα υγειονομική κρίση μπορεί να προκαλέσει σημαντικά προβλήματα στον αγροδιατροφικό τομέα, τα οποία εντοπίζονται κυρίως:

1.    στο ισοζύγιο εξαγωγών – εισαγωγών.

2.    στη μείωση της ζήτησης λόγω των περιοριστικών μέτρων  (π.χ. κρίση στον τουρισμό και στην εστίαση, μείωση των εξαγωγών λόγω μειωμένης ζήτησης)  και

3.    κυρίως στη  περιστολή  της αγοραστικής  δύναμη και την διολίσθηση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων, απόρροια  του κινδύνου μιας παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης.

 

Ελλάδα: αγροδιατροφικός τομέας και διατροφική ασφάλεια

Τα τελευταία χρόνια επανήλθε στο δημόσιο λόγο, ο σημαντικότατος ρόλος που κατέχει ο  αγροδιατροφικός τομέας, στην οικονομία, στην αυτάρκεια και την αυτονομία της χώρας.

Ο αγροδιατροφικός τομέας αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της ελληνικής οικονομίας, καθώς καλύπτει το 13% του συνολικού επιχειρηματικού τομέα σε όρους προστιθέμενης αξίας ,έναντι 7% κατά μέσο όρο στην Ε.Ε. Ευνοημένος από τα εγγενή ποιοτικά φυσικά χαρακτηριστικά της Ελλάδας, ο αγροδιατροφικός τομέας επέδειξε αντοχή ακόμα και στα ζοφερά χρόνια της οικονομικής κρίσης, καθώς διατήρησε σταθερές τις πωλήσεις του, συγκρινόμενος με άλλους κλάδους της οικονομίας της χώρας μας, που η πτώση των πωλήσεων τους άγγιξε το 40%.

Σύμφωνα, με στοιχεία που αλιεύουμε από τον Παγκόσμιο Δείκτη Διατροφικής Ασφάλειας (Global Food Security Index), πριν  την υγειονομική κρίση-πανδημία, ο αγροδιατροφικός τομέας της χώρα μας παρουσίαζε σχετικά καλύτερες επιδόσεις έναντι του μ.ο. 131 χωρών, στις τρεις βασικές κατηγορίες υποδεικτών που διαμορφώνουν τον παραπάνω δείκτη δηλαδή:

α) την προσιτότητα των τροφίμων,

β) τη διαθεσιμότητά τους

γ) την ποιότητα και την ασφάλειά τους.

Ας σημειωθεί, ότι ο υποδείκτης  της ποιότητας καταγράφεται ως ο υψηλότερος για την Ελλάδα, εύρημα που αναδεικνύει και πιστοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του τομέα για την χώρα μας. Από τη δεκαετία του 1980, η Ελλάδα εμφανίζει ελλειμματικό ισοζύγιο τροφίμων. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, παρατηρείται σημαντική αύξηση των εξαγωγών. Για παράδειγμα, το 2008 το έλλειμμα ήταν 2,673 δισεκατομμύρια και το 2019 υποχώρησε στα 1,174 δισεκατομμύρια ευρώ, λόγω αξιοσημείωτης αύξησης των εξαγωγών. Στα προϊόντα της πρώτης τετράδας με τη μεγαλύτερη δυναμική εξαγωγών, συμπεριλαμβάνονται:

· τα γαλακτοκομικά,

· τα φρούτα/λαχανικά,

· το ελαιόλαδο και

· το κρασί.

 Τα προϊόντα, αυτά, καθώς προορίζονται για εξαγωγή σε εύρωστες οικονομικά ευρωπαϊκές και όχι μόνο χώρες, και στην πλειοψηφία τους αποτελούν προϊόντα ΠΟΠ (Προστατευμένης Ονομασίας Προέλευσης), παρουσιάζουν δυναμική διείσδυσης στις αγορές. Σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ), την περίοδο 2015-2019 οι συνολικές εισαγωγές τροφίμων και ζώντων ζώων στη χώρα μας ανήλθαν περίπου στα 28 δισ. ευρώ. Το 33% (9,3 δισ.) των εισαγωγών αφορούσαν τρόφιμα ζωικής προέλευσης (κρέας, αυγά, γάλα, τυριά, γαλακτοκομικά προϊόντα). Αντίστοιχα, την ίδια χρονική περίοδο, οι συνολικές εξαγωγές τροφίμων περιορίστηκαν περίπου στα 22 δισ. ευρώ, εκ των οποίων μόνο τα 15%  (3,4 δις), αφορούσαν τρόφιμα ζωικής προέλευσης, κυρίως γαλακτοκομικά προϊόντα (13%).

 Μελέτη της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας, αναφέρει ότι ο αγροδιατροφικός τομέας στην Ελλάδα θα μπορούσε να προσπορίσει πρόσθετο όφελος στην οικονομία 12,2 δισ. και 200.000 νέες θέσεις εργασίας, αν προσέγγιζε το μέσο όρο των ευρωπαϊκών  επίπεδων  στις παραμέτρους της  τυποποίησης και της επιχειρηματικής λειτουργίας.

Η προοπτική της συνέργειας στον αγροδιατροφικό τομέα

Ο αγροδιατροφικός τομέας παραμένει ο μεγαλύτερος εργοδότης παγκοσμίως. Τα στοιχεία πιστοποιούν ότι στον τομέα αυτό, απασχολείται το 40% του ενεργού πληθυσμού της γης, παράγοντας σήμερα 250% περισσότερα τρόφιμα σε σχέση με το 1950.  Δυστυχώς, σύμφωνα με τη  Διεθνή Οργάνωση Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών, το 32% των τροφίμων που παράγονται παγκοσμίως, καταλήγουν στους σκουπιδότοπους ή στην ανακύκλωση.

Η Ελλάδα σήμερα διαθέτει περισσότερα από 100 προϊόντα ΠΟΠ  (Προστατευμένης Ονομασίας Προέλευσης) και ΠΓΕ (Προστατευμένης Γεωγραφικής Ένδειξης), σε σύνολο 1.350 σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Περισσότεροι από 160.000 τόνοι ελληνικών προϊόντων  ΠΟΠ και ΠΓΕ φθάνουν στις παγκόσμιες αγορές. Αν και η χώρα μας κατατάσσεται στην 5η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συγκεντρώνοντας το 8,4% του συνολικού αριθμού των επώνυμων «κατοχυρωμένων» προϊόντων, εν τούτοις το μερίδιό της στη συνολική αξία της ευρωπαϊκής αγοράς είναι χαμηλότερο του 5%, κυρίως λόγω του ισχνού ποσοστού μεταποίησης, τυποποίησης και εξαγωγών.

Για την βιωσιμότητα και την αναβάθμιση της πρωτογενούς παραγωγής της χώρας, οι συνέργειες στον αγροδιατροφικό τομέα συνιστούν και κρίσιμο και καταλυτικό παράγοντα.

Ως συνέργεια, ορίζεται η δημιουργία και η συνεργασία μικρών -κυρίως- ομάδων παραγωγών, που αποσκοπεί στη βελτίωση της ποιότητας και της ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων, στη μείωση του κόστους παραγωγής και στην αύξηση της προστιθέμενης αξίας τους. Οι συνέργειες αυτές δεν πρέπει να περιχαρακώνονται μόνο σε ομάδες παραγωγών, αλλά να επεκτείνονται, να εμπλέκονται θεσμικά και να αλληλεπιδρούν  με δημόσιους και ερευνητικούς φορείς (π.χ πανεπιστήμια), προκειμένου να αξιοποιηθεί η εμπειρία και η εξειδικευμένη επιστημονική γνώση. Οι συνέργειες σε τοπικό και εθνικό επίπεδο θα συμβάλουν καθοριστικά στην ενίσχυση της ανθεκτικότητας του αγροδιατροφικού τομέα της χώρα μας, καθώς και στην ανάπτυξη ενός επιτυχημένου μοντέλου παραγωγής, το οποίο θα εξασφαλίζει την παραγωγή ενός ποιοτικού, διαφοροποιημένου και ανταγωνιστικού προϊόντος, δηλαδή ανθεκτικού, που θα καταστεί ικανό να εξασφαλίσει την είσοδο, την αποδοχή και την καθιέρωσή του σε νέες αγορές, προσανατολισμένο μάλιστα να καταλείπει μικρό περιβαλλοντικό αποτύπωμα.

Κατά την τελευταία 20ετία, ενώ η παγκόσμια ζήτηση για τρόφιμα αυξήθηκε κατά 160% και οι παγκόσμιες εξαγωγές κατά 210%, τα ελληνικά αγροδιατροφικά προϊόντα απώλεσαν μερίδιο στις διεθνείς αγορές καταγράφοντας μείωση κατά 18%. Το 42% των πωλήσεων τροφίμων στη Μεσόγειο και το 39% στην Ευρώπη πραγματοποιείται μέσω συνεταιρισμών, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα είναι μόνο 17%. Η διαπίστωση αυτή καταδεικνύει τις μεγάλες προοπτικές και δυνατότητες ανάπτυξης που προοιωνίζονται για τις συνέργειες στον αγροδιατροφικό τομέα.

Ακροτελεύτια, με εφαλτήριο τα παραπάνω, οι πόροι που αναμένεται να διατεθούν, με μηχανισμό χρηματοδότησης το ταμείο ανάκαμψης, είναι σημαντικό και καθοριστικό να διοχετευτούν στις συνέργειες, πριμοδοτώντας τες, θωρακίζοντας έτσι τον παραμελημένο και συκοφαντημένο πρωτογενή τομέα της οικονομίας μας. Δυστυχώς, σύμφωνα με πληροφορίες οι πόροι από το πρώτο πακέτο του ταμείου ανάκαμψης που θα εισρεύσουν στη χώρα, θα κατευθυνθούν σχεδόν μονοσήμαντα, στην πράσινη μετάβαση και στον ψηφιακό μετασχηματισμό. Ο χειμαζόμενος αγροδιατροφικός τομέας επομένως, που αποτελεί την σπονδυλική στήλη της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας, απουσιάζει εκκωφαντικά από τις προτεραιότητες της κυβέρνησης. 

Στούγιου Δέσποινα 

Κτηνίατρος DVM, Msc in Public Health

Παρασιτολογος-Εντομολόγος-Επιδημιολογος

Μέλος του ΖΥΡΙΖΑ- Π Σ  Β. Κυνουρίας Αρκαδίας

Tags

Προσθήκη νέου σχολίου

Plain text

  • Δεν επιτρέπονται ετικέτες HTML.
  • Αυτόματες αλλαγές γραμμών και παραγράφων.
  • Οι διευθύνσεις ιστοσελίδων και οι διευθύνσεις email μετετρέπονται σε συνδέσμους αυτόματα.
katafigio