Η γούρνα του Μαναβέλα

Πέμ, 14/06/2018 - 19:28
Image

Η ιστορία αυτή που γράφεται σήμερα είναι ένα πραγματικό γεγονός που συνέβη τον Ιούνιο του 1958 στον Αγιάννη από μια ομάδα μαθητών του Δημοτικού σχολείου, οι οποίοι  αψηφώντας τους κινδύνους ή μάλλον αγνοώντας τους, έκαναν αυτό που παρακάτω θα διαβάσετε.

Θεριστής, μέσα Ιουνίου και ο Αγιάννης ζούσε τα μεγάλα γεγονότα της χρονιάς του: τον θέρο και το αλώνισμα. Οι άνθρωποι όλοι ακροβολισμένοι στα χωράφια τους έκοβαν τον ευλογημένο καρπό και τον κουβάλαγαν στα θεμονοστάσια με τα ζώα τους όπου θα γινόταν το αλώνισμα.

Κοντολογίς έκλειναν και τα σχολεία και εμείς οι μαθητές τρίβαμε τα χέρια μας και σχεδιάζαμε το πρόγραμμα των καλοκαιρινών διακοπών.

Σημείο αναφοράς για εμάς ήταν η μουριά με την κουφάλα στον Αγιώργη όπου κάθε μεσημέρι στη μία η ώρα μαζευόμαστε με τα..….. μεγάλα σχέδια στην «τσέπη» πως θα περάσουμε την υπόλοιπη ημέρα.

Εκεί λοιπόν κάτω απ’ την πλατύφυλλη μουριά, ένα μεσημέρι ακούστηκε κάτι που μας ενθουσίασε όλους, κάτι πρωτόγνωρο για όλους  εμάς αφού τέτοιο πράγμα δεν είχαμε γνωρίσει.

Ο Γιώργης ο Κολοβός, του Κολοβολιά που είχε τον αλευρόμυλο απευθυνόμενος σε όλους μας είπε:

- Μάγκες σήμερα θα πάμε όλοι για μπάνιο.

- Θα πάμε στο γυαλό στη θάλασσα; ρώτησα εγώ.

- Όχι ρε, απάντησε ο Γιώργης,

- Θα πάμε στην στέρνα του Μαναβέλα που  είναι εδώ πιο κάτω όπως πάμε για το μποστανάκι.

«Ωραία – ωραία»  ξεφωνήσαμε όλοι με μια φωνή και αρχίσαμε να ετοιμαζόμαστε ψυχολογικά (τύφλα στα μάτια μας) για τη μεγάλη απόδραση.

Είμαστε στην παρέα ο υπογράφων, ο Πλαστήρας, ο Λεφήκης, οι Γιώργας και ο Μανούσος ο Κολοβός, ο Γιόκας, ο Πέτρος ο Γρίβας, ο Στέλιος ο Κατσιανός, ο Σβεν, ο Τάσος του Λυσαίου, ο Κρόνος, ο Μπούμπας, ο Θοδωρής ο Τσιάχτης, ο Καντέμ ή Τσιολάκιας, ο Πλουφ, ο Τσιτσικόλιας και ορισμένοι άλλοι που δεν έρχονται στη μνήμη μου τώρα.

Ομάδα μεγάλη, παρέα δυνατή που όλο το καλοκαίρι δεν χωρίζαμε λεπτό και ο καλύτερος στόχος μας ήταν οι σπαρτομουριές του Τσούχλου, του Φουρλίγκα και του Παγιού κάτω απ’ το Δημοτικό σχολείο.

Περιττό να σας πω ότι όλοι μας μπροστά είχαμε μόνιμα  μία βυσινή γραβάτα απ’ το χυμό των σπαρτόμουρων που τρώγαμε χωρίς τελειωμό. Αυτό ήταν το φρούτο μας.

Ξετρελαμένοι λοιπόν απ’ την ιδέα του Γιώργη ξεκινήσαμε σιγά σιγά, πήραμε τον δρόμο που βγαίνει στον Ελαγό και κατηφορίσαμε για το Τσιρίκο  στο δρόμο που οδηγεί στου Λάμπρου την γούρνα και στο μποστανάκι.

Γνώριμος ο δρόμος σε μένα αφού τον έκανα δύο φορές την εβδομάδα. Πήγαινα και μάζευα τα σύκα, τα αχλάδια και τα μποστανικά  μας στο Κουτιβέϊκο που ήταν πατρικό της μάνας μου.

Οδηγώντας λοιπόν τον λόχο, άλλοι χοροπηδώντας, άλλοι τραγουδώντας προχωρούσαμε, χωρίς να περνάει απ’ το μυαλό μας, ο προφαντικός, που θα μας έβρισκε σε λίγη ώρα.

Περάσαμε του Βλάση τις μηλιές, περάσαμε του Παρασκευά την βρύση, αφήσαμε πίσω μας τα Ορφανέικα και κατηφορίσαμε προς  τη γούρνα του Λάμπρου.

Παντού φωνές, παντού τραγούδια απ’ τους θεριστές, ο τζίτζικας να σκάει απ’ τη ζέστη και εμείς εκεί να βρούμε τη γούρνα του Μαναβέλα  όπου θα παίρναμε το πρώτο μας μπάνιο, χωρίς να το πάρει κανείς είδηση αφού οι γονείς μας ήσαν όλοι ξωμάχοι και θερίζανε άλλοι στο ξηροκάμπι  , άλλοι στους σαϊτάδες και γενικά σε όλα τα μέρη που σπέρνονταν  την εποχή εκείνη.

Επιτέλους φτάσαμε στον προορισμό μας και μπροστά μας φάνηκε η περιβόητη γούρνα που σε λίγο θα δρόσιζε την ατίθαση νεολαία του Αγιάννη.

Αμέσως όλοι με μια κίνηση πετάξαμε τα φανελάκια και τα μαύρα σώβρακα που φορούσαμε και πέσαμε μέσα στην γούρνα που για κακή μας τύχη ήταν γεμάτη… νερόφιδα, των οποίων χαλάσαμε την ησυχία και άρχισαν σιγά – σιγά να βγάζουν τα κεφάλια τους έξω.

Ω! τι απογοήτευση νοιώσαμε μόλις τα είδαμε. Φυσικά δεν μπορούσαμε να αντιδράσουμε αλλιώς, παρά μόνο να βγούμε έξω.

Η μεγάλη συμφορά όμως ήταν αυτή που ακολούθησε σε λίγο.

Εκεί που προσπαθούσαμε να αποφύγουμε τα φίδια και να βγούμε έξω, ξαφνικά ακούγεται μια άγρια και δυνατή φωνή:

Ρέεεεεεεεε, τι κάνετε εκεί?  θα πνιγείτε. Που   πάτε ρε παλιόπαιδα δεν ντρεπόσαστε; Και ξαφνικά βλέπουμε τον μπάρμπα Γιώργη το Γεωργουλή (Τσιακουμάκη) να μαζεύει τα ρούχα μας όλα και να φεύγει.

Αλοίμονό μας σκεφτήκαμε όλα τα παιδιά και τρις αλοιμονό μας!

Είχαμε βγει έξω πλέον από την γούρνα, και τσίτσιδα   όπως είμαστε τρέχαμε πίσω απο τον μπάρμπα Γιώργη να μας δώσει τα ρούχα μας.

Αυτός αμείλικτος, αυστηρός και σκληρός απέναντί μας φώναζε και έλεγε: «Θα ‘ρθείτε να τα πάρετε στην πλατεία κάτω απ’ την πλατάνα, παλιόπαιδα, θα σας φτιάξω όλους και θα φωνάξω και τους γονείς σας να σας καμαρώσουν».

Κρύος ιδρώτας μας έπιασε όλους  και αρχίσαμε τα κλάματα λέγοντας ότι δεν θα το ξανακάνουμε αυτό το πράγμα.

Συγνώμη μπάρμπα Γιώργη φωνάζαμε, θα γίνουμε καλά παιδιά μην το μαρτυρήσεις.

Αφού πιλαλήξαμε καμπόσο πίσω από τον μπάρμπα Γιώργη φτάσαμε κάτω από το πηγαδάκι στου Σμαίλα το σπίτι και εκεί πια λύγισε η καρδιά του και μας πέταξε τα ρούχα όλα μαζί.

Ορμήσαμε όλοι μαζί ο καθένας να βρει τα δικά του και καταλαβαίνετε τη κομφούζιο έγινε απ’ το ξυπόλυτο τάγμα.

Μάλιστα εκεί ήταν και ο μπάρμπα Στράτης ο Σμαίλας ο οποίος μόλις  μας είδε τσίτσιδα να τρέχουμε το έβαλε στα πόδια γιατί νόμισε ότι είμαστε αερικά, ποιος ξέρει, και φοβήθηκε.

Αύτη ήταν η ιστορία που έγινε πριν 59 χρόνια στον Αγιάννη απ’ όλη την παλιοπαρέα που σήμερα άλλοι έχουν φύγει για πάντα, άλλοι βρίσκονται στην ξενιτιά και σε άλλους τόπους και εμείς- λίγοι πια - φυλάμε το χωριό μας για να το κρατάμε ζωντανό στην απεραντοσύνη του χρόνου.

 

Άστρος 14/6/2018

Στράτης Δαλιάνης

   

Προσθήκη νέου σχολίου

Plain text

  • Δεν επιτρέπονται ετικέτες HTML.
  • Αυτόματες αλλαγές γραμμών και παραγράφων.
  • Οι διευθύνσεις ιστοσελίδων και οι διευθύνσεις email μετετρέπονται σε συνδέσμους αυτόματα.
katafigio